ευδιάκριτος

ευδιάκριτος
-η, -ο (ΑΜ εὐδιάκριτος, -ον)
αυτός που διακρίνεται εύκολα, ο φανερός
μσν.
διακριτικός, ευγενικός
μσν.-αρχ.
αυτός που εξηγείται, που διασαφηνίζεται εύκολα, ο ευεξήγητος.
επίρρ...
ευδιακρίτως και ευδιάκριτα (Μ εὐδιακρίτως)
με τρόπο ώστε να διακρίνεται κάτι εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάκριτος (< διακρίνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευδιάκριτος — η, ο αυτός που φαίνεται, διακρίνεται εύκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐδιακριτώτερον — εὐδιάκριτος easy to distinguish masc acc comp sg εὐδιάκριτος easy to distinguish neut nom/voc/acc comp sg εὐδιάκριτος easy to distinguish adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιακρίτως — εὐδιάκριτος easy to distinguish adverbial εὐδιάκριτος easy to distinguish masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάκριτον — εὐδιάκριτος easy to distinguish masc/fem acc sg εὐδιάκριτος easy to distinguish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιακριτώτεραι — εὐδιάκριτος easy to distinguish fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιακρίτου — εὐδιάκριτος easy to distinguish masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάκριτα — εὐδιάκριτος easy to distinguish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… …   Dictionary of Greek

  • αδιάστολος — η, ο (Α ἀδιάστολος, ον) [διαστέλλω] αυτός που δεν διαστέλλεται ή δεν διαφοροποιείται από άλλον, μη ευδιάκριτος, συγκεχυμένος, αόριστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”